Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αυτό ήταν!

  • 1 вот

    (μόριο)
    1. δεικτ. να, ιδού, ιδές, δες (για πλησίον αντικείμενα)•

    вот наш дом να το σπίτι μας•

    вот это να αυτό, αυτό δα•

    вот он идет να τος έρχεται•

    дайте мне вот это δόστε μου να αυτό•

    вот и я νάμαι (κι εγώ).

    2. (για συμπέρασμα) να• вот (и;) να (και)•

    вот и все αυτό ηταν όλο, τέλος, αυτά είχα να σας πω.

    3. (Με αναφώνηση)• να, (ι)δές•

    вот вздор! να ανοησία!•

    и (για απρόοπτο, δυσάρεστο)•

    вот как! να πως!•

    вот что! να τι!•

    вот и отлично! ωραία! θαυμάσια! περίφημα! (τα κατάφερες).

    εκφρ.
    вот еще! – ωρίστε μας! να τα μας! αυτό μας έλειπε ακόμα! (για ασυμφωνία)•
    вот так... – να έτσι.... (περιφρονητικά ή για αρνητική εκτίμηση)•
    вот я тебя, его, ихκ.τ.τ. (απειλή) θα σου,του, τους δείξω, θα (ι)δείς...• вот тебе να πάρ’ τηνε, άρπαχ’την (δαρμός).

    Большой русско-греческий словарь > вот

  • 2 вот

    вот να, ιδού \вот он να τος·\вот она να την \вот и я να 'μαι \вот этот αυτός εδώ \вот и всё! αυ τό ήταν! \вот как! έτσι λοιπόν!
    * * *
    να, ιδού

    вот она́ — να την

    вот э́тот — αυτός εδώ

    Русско-греческий словарь > вот

  • 3 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 4 известно

    1. επίρ. βέβαια, φυσικά εννοείται.
    2. (απρόσ. με σημ. κατηγ.) είναι γνωστό, что δτο•

    была клевета είναι γνωστό ότι αυτό ήταν συκοφαντία•

    всякому известно ο καθένας το ξέρει•

    известно ли вам бто событие σας είναι γνωστό αυτό το γεγονός;•

    на сколько мне известно απ ότι εγώ ξέρω•

    как известно όπως είναι γνωστό•

    хорошо, что... είναι πολύ γνωστό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > известно

  • 5 кончить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. τελειώνω, περατώνω•

    кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•

    кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.

    2. πεθαίνω, τελευτώ•

    он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.

    || φονεύω, σκοτώνω•

    он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.

    εκφρ.
    кончить жизнь ή век – πεθαίνω•
    кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.
    1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).
    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•

    кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•

    тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•

    перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.

    || πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > кончить

  • 6 оказываться

    оказ||ываться
    1. (очутиться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι:
    он \оказыватьсяал-ся дома βρέθηκε στό σπίτι·
    2. (обнаруживаться на деле) φαίνομαι, ἀποδείχνομαι:
    это \оказыватьсяалось нелегким (делом) ἀποδείχτηκε πώς αὐτό ήταν δύσκολο· \оказыватьсяалось, что... φάνηκε ὀτι..., ἀποδείχθηκε δτι...· он \оказыватьсяался хорошим товарищем ἐφάνηκε καλός σύντροφος· \оказыватьсяаться достойным βγαίνω ἀξιος· \оказыватьсяаться неспособным φαίνομαι ἀνίκανος.

    Русско-новогреческий словарь > оказываться

  • 7 инициатива

    θ.
    πρωτοβουλία•

    по собственной -е με δική του πρωτοβουλία•

    это была его инициатива αυτό ήταν δική του πρωτοβουλία•

    человек без всякой -ы άνθρωπος χωρίς καμιά πρωτοβουλία•

    проявлять -у δείχνω πρωτοβουλία•

    взять -у παίρνω πρωτοβουλία•

    творческая инициатива δημιουργική πρωτοβουλία.

    Большой русско-греческий словарь > инициатива

  • 8 мечта

    γεν. πλθ. δεν έχει.
    1. όνειρο, ονειροπόλημα, φαντασιοκόπημα•

    сладкие -ы όνειρα γλυκά•

    несбыточная мечта απραγματοποίητο όνειρο•

    пустая мечта χίμαιρα•

    предаваться -ам ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ.

    2. πόθος διακαής•

    это было -ой моей жизни αυτό ήταν το όνειρο της ζωής μου.

    || παλ. όραμα, οπτασία.

    Большой русско-греческий словарь > мечта

  • 9 свыше

    1. επίρ. παλ. • από πάνω, αποτον ουρανό ή το θεό. || από πάνω (από τις ανώτερες αρχές).
    2. (πρόθεση με γεν.)• πάνω απο, παραπάνω απο, περισσότερο απο, υπέρ•

    это было свыше его сил αυτό ήταν παραπάνω από τις δυνάμεις του•

    свыше меры υπέρ το μέτρο (υπέρμετρα)•

    собралось свыше трёх тысяч человек συγκεντρώθηκαν πάνω από τρεις χιλιάδες άνθρωποι.

    Большой русско-греческий словарь > свыше

  • 10 сказ

    α.
    (φιλγ.) διήγημα προφορικό, ιστόρημα, ιστορία•

    сказ о героях ιστορίες για τους ήρωες.

    || παλ. διήγημα. || (απλ.) συνομιλία, κουβέντα• λόγος, λέξη.
    εκφρ.
    вот (тебе) и весь сказ – (απλ.) αυτό ήταν όλο και τέλος, ως εδώ και τέλειωσε.

    Большой русско-греческий словарь > сказ

  • 11 мало

    мало
    1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:
    слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·
    2. предик безл:
    этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > мало

  • 12 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 13 тем

    тем I
    твор. п. ед. от тот, то III; дат. п. мн. от тот, та, то III.
    тем II
    1. нареч δσο[ν], τόσο[ν], μ' αὐτό:
    \тем лучше τόσο τό καλλίτερο·
    2. союз:
    чем...., тем... οσο... τόσο· чем труднее была работа, \тем упорнее он был οσο ἡ δουλειά ήταν δυσκολωτερη, τόσο αὐτός ήταν πιό ἐπίμονος· ◊ \тем самым μ' αὐτό, ἐτσι· \тем более πολύ περισσότερο· \тем более, что... πολύ περισσότερο πού· \тем не менее καί δμως, παρ' ὅλα αὐτά.

    Русско-новогреческий словарь > тем

  • 14 если

    σύνδ, υποθετικός• αν, εάν•

    если растения не поливать, то они засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν•

    в случае -... σε περίπτωση που... если бы αν, εάν, άμα•

    если бы он мог, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα δούλευε•

    если бы он знал, этого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε•

    если бы он жив! αν αυτός ήταν ζωντανός!•

    если бы не эта помеха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο•

    если бы только знал μόνο να το ήξερα•

    если я прошу,то значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό σημαινει οτι μου είναι απαραίτητο•

    -ехать, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε όπως πρέπει•

    если только не μόνο αν, εκτός αν•

    он придет если только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν.ιρωστήσει•

    придет если не он, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του•

    если бы не дождь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο•

    если не каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα•

    если бы да кабы (αστ.) ο νάχας και ο θάχας (πέθαναν)• если (уж) на то пошло μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί•

    что если (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)• даже если ακόμα κι αν•

    если только αρκεί μόνο.

    Большой русско-греческий словарь > если

  • 15 добро

    ουδ.
    1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•

    добро и зло το καλό και το κακό.

    2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•

    из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•

    нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.

    3. καλή, αγαθή πράξη•

    делать много -а κάνω πολλά καλά.

    4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•

    сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.

    5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•

    такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.

    εκφρ.
    поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•
    это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.
    επίρ.
    καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•
    εκφρ.
    добро пожаловать – καλώς ήρθατε.
    ουδ.
    παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».

    Большой русско-греческий словарь > добро

  • 16 а

    а I
    союз
    1. (при противопоставлении) καί:
    я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;
    2. (после отрицания) ἀλλα:
    я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;
    3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:
    прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;
    4. (при присоединении) καί:
    он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε
    5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:
    он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.
    а II
    частица разг ἔ, τί λές:
    пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.
    а III
    межд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:
    а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους!

    Русско-новогреческий словарь > а

  • 17 один

    один
    1. числ. είς, ἐνας:
    только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·
    2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:
    я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·
    3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·
    4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:
    \один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·
    5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:
    я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·
    6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:
    здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·
    7. сущ. ἔνας·.

    Русско-новогреческий словарь > один

  • 18 беда

    -ы, πλθ. беды θ.
    1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•

    выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•

    помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•

    непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•

    попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•

    утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.

    2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•

    беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•

    беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.

    || (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•

    это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.

    3. πάρα πολύς, πληθώρα•

    людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•

    хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.

    εκφρ.
    - как – πάρα πολύ•
    на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•
    что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•
    то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού.

    Большой русско-греческий словарь > беда

  • 19 всего

    επίρ.
    1. συνολικά, εν όλω•

    были 8 мужчин и 6 женщин всего 14 человек ήταν 8 άντρες και 6 γυναίκες, συνολικά 14 άτομα.

    2. μόνο, μονάχα•

    нашлось всего трое желающих βρέθηκαν μόνο τρεις επιθυμούντες.

    εκφρ.
    всего-навсегоκ. παλ. -новее όλο-όλο, όλο κι όλο•
    осталось всего-навсего три рубля – έμειναν όλο-όλο τρία ρούβλια•
    всего ничего – σχεδόν τίποτε, ελάχιστα•
    только и всего – αυτό και μόνο, μόνον αυτό, τίποτ’ άλλο.

    Большой русско-греческий словарь > всего

  • 20 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»